διασαφώ

διασαφώ
(ε) μετ. см. ,διασαφηνίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διασαφώ" в других словарях:

  • διασαφώ — και διασαφηνίζω (AM διασαφῶ, έω, διασαφηνίζω Α και διασαφηνῶ, έω) 1. καθιστώ κάτι σαφές, δείχνω φανερά 2. εκθέτω ή αποδεικνύω κάτι με σαφήνεια …   Dictionary of Greek

  • διασαφῶ — διασαφέω make quite clear pres subj act 1st sg (attic epic doric) διασαφέω make quite clear pres ind act 1st sg (attic epic doric) διασαφέω make quite clear pres subj act 1st sg (attic epic doric) διασαφέω make quite clear pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιασάφητος — η, ο (Μ ἀδιασάφητος, ον) [διασαφῶ] αυτός που δεν διασαφήθηκε, αδιασαφήνιστος, αδιευκρίνιστος, ανεξήγητος νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός για τον οποίο δεν έγινε τελωνειακή διασάφηση («τα εμπορεύματα είναι αδιασάφητα») …   Dictionary of Greek

  • διαλευκαίνω — (Α διαλευκαίνω) διασαφώ, διευκρινίζω, διαφωτίζω νεοελλ. φρ. «διαλευκαίνω το έγκλημα» εξιχνιάζω, αποκαλύπτω τον ένοχο και τις συνθήκες διάπραξης αρχ. 1. λευκαίνω κάτι τελείως 2. αναμιγνύω με λευκό …   Dictionary of Greek

  • διασάφηση — η (AM διασάφησις, εως) [διασαφώ] νεοελλ. 1. η εξήγηση, το να καταστεί σαφές κάτι 2. γραπτή λεπτομερής καταγραφή εμπορευμάτων που υποβάλλει ο έμπορος στις τελωνειακές αρχές αρχ. μσν. εξήγηση, ερμηνεία (κειμένου, ονείρου, κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • διασαφηνίζω — βλ. διασαφώ …   Dictionary of Greek

  • διασαφηνώ — βλ. διασαφώ …   Dictionary of Greek

  • εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… …   Dictionary of Greek

  • εξομματώ — ἐξομματῶ, όω (Α) 1. κάνω κάποιον να δει, τού ανοίγω τα μάτια 2. διασαφώ 3. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια 4. ξεματιάζω τα κουκιά, αφαιρώ τη σκληρή μαύρη ουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομματώ (< όμμα)] …   Dictionary of Greek

  • επιδαψιλεύω — (AM ἐπιδαψιλεύω) χορηγώ πλουσιοπάροχα αρχ. 1. υπάρχω σε αφθονία 2. μέσ. έπιδαψιλεύομαι διασαφώ, εξηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαψιλεύω «παρέχω σε αφθονία»] …   Dictionary of Greek

  • επιλύω — (AM ἐπιλύω) 1. λύνω, επιτυγχάνω την ορθή λύση προβλήματος, διαφοράς κ.λπ. 2. ερμηνεύω, εξηγώ, διασαφώ («χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῑς τὸν λόγον κατ’ ἰδίαν δὲ τοῑς μαθηταῑς αὐτοῡ ἐπέλυε πάντα», ΚΔ) αρχ. 1. απελευθερώνω 2. απελευθερώνω δούλο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»